Périodicité en grec
Traduction: périodicité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
περιοδικότητα, περιοδικότητας, την περιοδικότητα, συχνότητα, η περιοδικότητα
Autres langues
Mots associés / Définition (def): périodicité
périodicité antonymes, périodicité changement plaquettes de frein, périodicité controle technique, périodicité courroie distribution, périodicité des règles, périodicité dictionnaire de langue grec, périodicité en grec
Traductions
- périmé en grec - απαρχαιωμένος, ανάπηρος, παρωχημένες, παρωχημένα, παρωχημένη, ξεπερασμένο, άνευ αντικειμένου
- période en grec - κορυφώνω, αποκορύφωμα, κεφάλι, διάστημα, ύψος, καταδίκη, φορά, ...
- périodicités en grec - περιοδικότητα, περιοδικότητες, περιοδικοτήτων, περιοδικότητες που
- périodique en grec - περιοδικός, περιοδική, περιοδικές, περιοδικών, περιοδικής
Mots aléatoires
Périodicité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: περιοδικότητα, περιοδικότητας, την περιοδικότητα, συχνότητα, η περιοδικότητα
Traductions: περιοδικότητα, περιοδικότητας, την περιοδικότητα, συχνότητα, η περιοδικότητα