Parvenir en grec
Traduction: parvenir, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κάνω, κατορθώνω, καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, αποκτώ, προμηθεύομαι, φτιάχνω, φθάνω, κατασκευάζω, καταφέρω, απολαβή, διευθύνω, εξαναγκάζω, επιτυγχάνω, παίρνω, πραγματοποιώ, επιτύχει, επιτύχουν, επίτευξη, την επίτευξη, επιτευχθεί
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): parvenir
conjugaison parvenir, faire parvenir, je fais, je fais parvenir, je ferai, parvenir dictionnaire de langue grec, parvenir en grec
Traductions
- parvenant en grec - φθάνοντας, φτάνοντας, επίτευξη, την επίτευξη, επιτευχθεί
- parvenez en grec - φτάνω, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
- parvenons en grec - φτάνω, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
- parvenu en grec - νεόπλουτος, τυχάρπαστο, νεόπλουτο, τυχάρπαστη, upstart
Mots aléatoires
Parvenir en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κάνω, κατορθώνω, καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, αποκτώ, προμηθεύομαι, φτιάχνω, φθάνω, κατασκευάζω, καταφέρω, απολαβή, διευθύνω, εξαναγκάζω, επιτυγχάνω, παίρνω, πραγματοποιώ, επιτύχει, επιτύχουν, επίτευξη, την επίτευξη, επιτευχθεί
Traductions: κάνω, κατορθώνω, καταφέρνω, αντεπεξέρχομαι, αποκτώ, προμηθεύομαι, φτιάχνω, φθάνω, κατασκευάζω, καταφέρω, απολαβή, διευθύνω, εξαναγκάζω, επιτυγχάνω, παίρνω, πραγματοποιώ, επιτύχει, επιτύχουν, επίτευξη, την επίτευξη, επιτευχθεί