Perte en grec
Traduction: perte, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
στέρηση, άμπωτη, μειώνομαι, χάσιμο, υποχωρώ, λάκκος, μοίρα, κόκκινος, χαμός, πεπρωμένο, σταγόνα, μείωση, απώλεια, κόλαση, ειμαρμένη, ρανίδα, απώλειας, ζημία, την απώλεια, ζημίας
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): perte
carte grise, enceinte perte blanche, grossesse, permis de conduire, perte antonymes, perte dictionnaire de langue grec, perte en grec
Traductions
- persévérées en grec - επέμενε, persevered, επέμεινε, ενέμεινε, επέμειναν
- persévérés en grec - επέμενε, persevered, επέμεινε, ενέμεινε, επέμειναν
- pertinence en grec - ταλέντο, σκοπιμότητα, ορθότητα, προτέρημα, ικανότητα, κλίση, συνάφεια, ...
- pertinent en grec - επιρρεπής, δεξιός, απαιτούμενος, σωστός, εφαρμόσιμος, ταιριαστός, πρέπων, ...
Mots aléatoires
Perte en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: στέρηση, άμπωτη, μειώνομαι, χάσιμο, υποχωρώ, λάκκος, μοίρα, κόκκινος, χαμός, πεπρωμένο, σταγόνα, μείωση, απώλεια, κόλαση, ειμαρμένη, ρανίδα, απώλειας, ζημία, την απώλεια, ζημίας
Traductions: στέρηση, άμπωτη, μειώνομαι, χάσιμο, υποχωρώ, λάκκος, μοίρα, κόκκινος, χαμός, πεπρωμένο, σταγόνα, μείωση, απώλεια, κόλαση, ειμαρμένη, ρανίδα, απώλειας, ζημία, την απώλεια, ζημίας