Piloter en grec
Traduction: piloter, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πετώ, καθοδηγώ, μύγα, πιλότος, πιλοτάρω, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): piloter
apprendre a piloter, apprendre à piloter, conduire piloter, piloter antonymes, piloter avion, piloter dictionnaire de langue grec, piloter en grec
Traductions
- pilotage en grec - έλεγχος, εξουσιάζω, ναυτιλία, πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, διευθύνσεως, ...
- pilote en grec - πιλότος, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική
- pilotes en grec - οδηγών, οδηγοί, οι οδηγοί, οδηγούς, οδήγησης
- pilotis en grec - στοίβα, στοιβάζω, στοιβάδα, σωρός, ξυλοπόδαρο, ξυλοπόδαρα, Καλαμοκανάς, ...
Mots aléatoires
Piloter en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πετώ, καθοδηγώ, μύγα, πιλότος, πιλοτάρω, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική
Traductions: πετώ, καθοδηγώ, μύγα, πιλότος, πιλοτάρω, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική