Piquer en grec
Traduction: piquer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κεντρίζω, κεντρί, σπρώχνω, τσίμπημα, καθοδηγώ, λαρδί, δάγκωμα, τρυπώ, κεντώ, συλλέγω, κλέβω, κέντημα, βουτώ, μαχαιρώνω, τσιτώνω, μαζεύω, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): piquer
comment se piquer, marteau piquer, piquer antonymes, piquer au vif, piquer chien, piquer dictionnaire de langue grec, piquer en grec
Traductions
- pique-niquer en grec - πικνίκ, για πικνίκ, picnic
- piquent en grec - κεντρίζω, κεντρί, τσιμπώ, τσίμπημα, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
- piquet en grec - πόστο, δοκάρι, ταχυδρομώ, καρφίτσα, παλούκι, γόμφος, στοίχημα, ...
- piqueter en grec - κουκίδα, παλούκι, απεργοφύλαξ, φρουρώ, πασσαλώ, φρουρά
Mots aléatoires
Piquer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κεντρίζω, κεντρί, σπρώχνω, τσίμπημα, καθοδηγώ, λαρδί, δάγκωμα, τρυπώ, κεντώ, συλλέγω, κλέβω, κέντημα, βουτώ, μαχαιρώνω, τσιτώνω, μαζεύω, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
Traductions: κεντρίζω, κεντρί, σπρώχνω, τσίμπημα, καθοδηγώ, λαρδί, δάγκωμα, τρυπώ, κεντώ, συλλέγω, κλέβω, κέντημα, βουτώ, μαχαιρώνω, τσιτώνω, μαζεύω, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα