Piquet en grec

Traduction: piquet, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πόστο, δοκάρι, ταχυδρομώ, καρφίτσα, παλούκι, γόμφος, στοίχημα, διακυβεύονται, διακυβεύεται, ποσοστό, μερίδιο
Piquet en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): piquet

cloture, cloture bois, grillage, la motte piquet, le piquet, piquet dictionnaire de langue grec, piquet en grec

Traductions

  • piquent en grec - κεντρίζω, κεντρί, τσιμπώ, τσίμπημα, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
  • piquer en grec - κεντρίζω, κεντρί, σπρώχνω, τσίμπημα, καθοδηγώ, λαρδί, δάγκωμα, ...
  • piqueter en grec - κουκίδα, παλούκι, απεργοφύλαξ, φρουρώ, πασσαλώ, φρουρά
  • piqueté en grec - picketed, περιφράξει
Mots aléatoires
Piquet en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πόστο, δοκάρι, ταχυδρομώ, καρφίτσα, παλούκι, γόμφος, στοίχημα, διακυβεύονται, διακυβεύεται, ποσοστό, μερίδιο