Pot en grec
Traduction: pot, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αγγείο, στάμνα, κανάτα, μούρη, κούπα, βαζάκι, σκεύος, σκάφος, πιάτο, πλοίο, κατσαρόλα, δοχείο, ποτ, δοχείου
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): pot
bambou, cache pot, nutella, petit pot, petit pot bébé, pot dictionnaire de langue grec, pot en grec
Traductions
- posées en grec - Ερωτηθείς, Ρωτημένος, ζήτησε από, ερώτηση, Σε ερώτηση
- posés en grec - θέτει, που θέτει, τίθενται, που τίθενται, θέτουν
- pot-au-feu en grec - επιστάτης, οικονόμος, θαλαμηπόλος, pot, δοχείο, κατσαρόλα, ποτ, ...
- pot-de-vin en grec - μόσχευμα, λουφές, μπολιάζω, δεκασμός, λάδωμα, δωροδοκία, βουτώ, ...
Mots aléatoires
Pot en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αγγείο, στάμνα, κανάτα, μούρη, κούπα, βαζάκι, σκεύος, σκάφος, πιάτο, πλοίο, κατσαρόλα, δοχείο, ποτ, δοχείου
Traductions: αγγείο, στάμνα, κανάτα, μούρη, κούπα, βαζάκι, σκεύος, σκάφος, πιάτο, πλοίο, κατσαρόλα, δοχείο, ποτ, δοχείου