Précédent en grec
Traduction: précédent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εφάπαξ, παλαιός, προηγούμενος, τελευταίος, προηγούμενο, κάποτε, πρώην, γέρος, προηγούμαι, διαρκώ, φτουρώ, πρόσθιος, γέρικος, προηγούμενη, προηγούμενες, προηγούμενα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): précédent
annule et remplace, définition précédent, le précédent, mail précédent, mois précédent, précédent dictionnaire de langue grec, précédent en grec
Traductions
- précédant en grec - προτού, πριν να, πριν, πριν από, ενώπιον
- précédemment en grec - άλλοτε, πριν, προηγούμενα, προτού, προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ...
- précéder en grec - προσπερνώ, ξεπερνώ, προηγούμαι, προλαμβάνω, προκαταλαμβάνω, προηγούνται, προηγείται, ...
- précédez en grec - προηγούμαι, προηγούνται, προηγείται, να προηγείται, προηγείται της, να προηγηθεί
Mots aléatoires
Précédent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εφάπαξ, παλαιός, προηγούμενος, τελευταίος, προηγούμενο, κάποτε, πρώην, γέρος, προηγούμαι, διαρκώ, φτουρώ, πρόσθιος, γέρικος, προηγούμενη, προηγούμενες, προηγούμενα
Traductions: εφάπαξ, παλαιός, προηγούμενος, τελευταίος, προηγούμενο, κάποτε, πρώην, γέρος, προηγούμαι, διαρκώ, φτουρώ, πρόσθιος, γέρικος, προηγούμενη, προηγούμενες, προηγούμενα