Prélèvement en grec
Traduction: prélèvement, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
έκπτωση, εισφορά, εισφοράς, εισφοράς που, εισφορα, εισφορά που
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): prélèvement
autorisation de prélèvement, autorisation prélèvement, mandat de prélèvement, mandat prélèvement sepa, opposition prélèvement, prélèvement dictionnaire de langue grec, prélèvement en grec
Traductions
- préliminaire en grec - προκαταρκτικός, έκδοση προδικαστικής, προκαταρκτική, προκαταρκτικά, προκαταρκτικές
- prélude en grec - προκαταρκτικός, προανάκρουσμα, προοίμιο, πρελούδιο, εισαγωγή, το προοίμιο
- prématuré en grec - πρώιμος, νωρίς, προηγούμενος, πρόωρος, πρόωρη, πρόωρο, πρόωρης, ...
- prématurée en grec - πρόωρος, πρόωρη, πρόωρο, πρόωρης, την πρόωρη
Mots aléatoires
Prélèvement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: έκπτωση, εισφορά, εισφοράς, εισφοράς που, εισφορα, εισφορά που
Traductions: έκπτωση, εισφορά, εισφοράς, εισφοράς που, εισφορα, εισφορά που