Prévalant en grec
Traduction: prévalant, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επικρατούσες, που επικρατούν, επικρατούν, επικρατούσα, επικρατεί
Autres langues
Mots associés / Définition (def): prévalant
conditions prévalant, define prévalence, prévalant antonymes, prévalant grammaire, prévalant mots croisés, prévalant dictionnaire de langue grec, prévalant en grec
Traductions
- prétexter en grec - αγορεύω, προσποιούμαι, δικαιολογία, δικαιολογία για, πρόσχημα, αφορμή, πρόφαση
- prétoire en grec - αίθουσα του δικαστηρίου, δικαστική αίθουσα, δικαστήριο, αίθουσα, αίθουσα δικαστηρίου
- prévalence en grec - επικράτηση, επιπολασμός, επιπολασμό, επιπολασμού, επικράτησης
- prévalent en grec - υπερισχύω, επικρατώ, επικρατήσει, επικρατήσουν, υπερισχύουν, υπερισχύει, επικρατούν
Mots aléatoires
Prévalant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επικρατούσες, που επικρατούν, επικρατούν, επικρατούσα, επικρατεί
Traductions: επικρατούσες, που επικρατούν, επικρατούν, επικρατούσα, επικρατεί