Priver en grec
Traduction: priver, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποστερώ, εξημερώνω, εκδύω, τιθασεύω, γυμνώνω, φενακίζω, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): priver
bon priver, dofus 2.0, dofus priver, dofus serveur priver, priver antonyme, priver dictionnaire de langue grec, priver en grec
Traductions
- privatisation en grec - ιδιωτικοποίηση, ιδιωτικοποίησης, ιδιωτικοποιήσεων, την ιδιωτικοποίηση, ιδιωτικοποιήσεις
- privautés en grec - εξοικείωση, οικειότητα, εξοικείωσης, γνώση, οικειότητας
- privilège en grec - προνόμιο, ναυλώνω, καταστατικό, προνομίου, δικαίωμα, προνόμιο να, απόρρητο
- privilégier en grec - χάρη, ρουσφέτι, ευνοώ, προνόμιο, προνομίου, δικαίωμα, προνόμιο να, ...
Mots aléatoires
Priver en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποστερώ, εξημερώνω, εκδύω, τιθασεύω, γυμνώνω, φενακίζω, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από
Traductions: αποστερώ, εξημερώνω, εκδύω, τιθασεύω, γυμνώνω, φενακίζω, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από