Provision en grec
Traduction: provision, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
απόθεμα, χορήγηση, εφεδρικός, προκαταβάλλω, προχωρώ, παρακρατώ, παροχή, παρακαταθήκη, πρόοδος, παρέχω, μαγαζί, αποθηκεύω, κομπόδεμα, βάζω, πόροι, εφεδρεία, πρόβλεψη, πρόνοια, διάταξη, παροχής
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): provision
cheque sans provision, chèque sans provision, compte de provision, compte provision, définition provision, provision dictionnaire de langue grec, provision en grec
Traductions
- provincialisme en grec - επαρχιωτισμός, επαρχιωτισμό, επαρχιωτισμού, τον επαρχιωτισμό, τοπικισμού
- proviseur en grec - γυμνασιάρχης, διευθυντής, διευθυντή, διευθυντής σχολείου
- provisions en grec - φαγητό, ψώνια, τροφή, προμήθειες, προμηθειών, παραδόσεις, εφοδιασμού, ...
- provisoire en grec - πρόχειρος, δειλός, χρονικός, προσωρινός, εγκόσμιος, πρόσκαιρος, κοσμικός, ...
Mots aléatoires
Provision en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: απόθεμα, χορήγηση, εφεδρικός, προκαταβάλλω, προχωρώ, παρακρατώ, παροχή, παρακαταθήκη, πρόοδος, παρέχω, μαγαζί, αποθηκεύω, κομπόδεμα, βάζω, πόροι, εφεδρεία, πρόβλεψη, πρόνοια, διάταξη, παροχής
Traductions: απόθεμα, χορήγηση, εφεδρικός, προκαταβάλλω, προχωρώ, παρακρατώ, παροχή, παρακαταθήκη, πρόοδος, παρέχω, μαγαζί, αποθηκεύω, κομπόδεμα, βάζω, πόροι, εφεδρεία, πρόβλεψη, πρόνοια, διάταξη, παροχής