Querelle en grec
Traduction: querelle, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τιμάριο, ενόχληση, αναστάτωση, επιχείρημα, διαφωνία, φιλονικία, διένεξη, καβγάς, συμπλοκή, σειρά, καταπολεμώ, διχόνοια, φασαρία, διεκδικώ, ασυμφωνία, λογομαχία, διαπληκτισμός, διαμάχη, καυγάς
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): querelle
la querelle, querelle anciens modernes, querelle antonymes, querelle de brest, querelle de clocher, querelle dictionnaire de langue grec, querelle en grec
Traductions
- quenelle en grec - Quenelle
- quenouille en grec - ρόκα, ρόκας, τη ρόκα, ηλακάτη
- querelles en grec - καυγάδες, διαμάχες, καβγάδες, φιλονικίες, έριδες
- querelleur en grec - γκρινιάρης, ερειστικός, πικρόχολος, αμφιλεγόμενος, μεμψίμοιρος, φιλόνικος, καβγατζής, ...
Mots aléatoires
Querelle en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τιμάριο, ενόχληση, αναστάτωση, επιχείρημα, διαφωνία, φιλονικία, διένεξη, καβγάς, συμπλοκή, σειρά, καταπολεμώ, διχόνοια, φασαρία, διεκδικώ, ασυμφωνία, λογομαχία, διαπληκτισμός, διαμάχη, καυγάς
Traductions: τιμάριο, ενόχληση, αναστάτωση, επιχείρημα, διαφωνία, φιλονικία, διένεξη, καβγάς, συμπλοκή, σειρά, καταπολεμώ, διχόνοια, φασαρία, διεκδικώ, ασυμφωνία, λογομαχία, διαπληκτισμός, διαμάχη, καυγάς