Réfugié en grec
Traduction: réfugié, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
φυγόδικος, πρόσφυγας, εξορίζω, φυγάς, εξορία, πρόσφυγα, προσφύγων, του πρόσφυγα, των προσφύγων
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): réfugié
réfugié antonymes, réfugié climatique, réfugié définition, réfugié en france, réfugié grammaire, réfugié dictionnaire de langue grec, réfugié en grec
Traductions
- réfrigérés en grec - ψυγείο, ψυγεία, ψύξη, στο ψυγείο, σε ψυγείο
- réfugier en grec - κλέβω, τρέχω, καταφύγιο, καταφυγίου, καταφύγει, καταφυγής, καταφύγια
- réfuta en grec - αντέκρουσε, διέψευσε, αντικρούεται, διαψεύδεται, αντικρούσει
- réfutai en grec - αντέκρουσε, διέψευσε, αντικρούεται, διαψεύδεται, αντικρούσει
Mots aléatoires
Réfugié en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: φυγόδικος, πρόσφυγας, εξορίζω, φυγάς, εξορία, πρόσφυγα, προσφύγων, του πρόσφυγα, των προσφύγων
Traductions: φυγόδικος, πρόσφυγας, εξορίζω, φυγάς, εξορία, πρόσφυγα, προσφύγων, του πρόσφυγα, των προσφύγων