Régner en grec
Traduction: régner, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
βασιλεία, διέπω, προμηθεύομαι, προσταγή, αντεπεξέρχομαι, ταλαντεύομαι, διατάζω, αποφασίζω, εντολή, διευθύνω, καταφέρνω, λικνίζομαι, κυριαρχώ, δεσπόζω, έλεγχος, εξουσιάζω, βασιλεύω, βασιλεύει, βασιλεύσει, βασιλεύουν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): régner
diviser pour régner, régner antonymes, régner au futur, régner c'est obéir, régner conjugaison, régner dictionnaire de langue grec, régner en grec
Traductions
- réglées en grec - εγκαταστάθηκαν, πάγια, εγκαταστάθηκε, διευθετηθεί, διακανονίζονται
- réglés en grec - εγκαταστάθηκαν, πάγια, εγκαταστάθηκε, διευθετηθεί, διακανονίζονται
- régresser en grec - οπισθοχώρηση, οπισθοδρόμηση, υποχωρούν, να υποχωρήσουν, εξασθενήσουν
- régressif en grec - καθυστερημένος, αντιστρέφω, οπισθοδρομικός, οπισθοδρομική, φθίνον, οπισθοδρομικές, φθίνοντα
Mots aléatoires
Régner en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: βασιλεία, διέπω, προμηθεύομαι, προσταγή, αντεπεξέρχομαι, ταλαντεύομαι, διατάζω, αποφασίζω, εντολή, διευθύνω, καταφέρνω, λικνίζομαι, κυριαρχώ, δεσπόζω, έλεγχος, εξουσιάζω, βασιλεύω, βασιλεύει, βασιλεύσει, βασιλεύουν
Traductions: βασιλεία, διέπω, προμηθεύομαι, προσταγή, αντεπεξέρχομαι, ταλαντεύομαι, διατάζω, αποφασίζω, εντολή, διευθύνω, καταφέρνω, λικνίζομαι, κυριαρχώ, δεσπόζω, έλεγχος, εξουσιάζω, βασιλεύω, βασιλεύει, βασιλεύσει, βασιλεύουν