Résolutoire en grec
Traduction: résolutoire, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαλυτική, διαλυτικές, διαλυτικής, διαχωριστικότητας
Autres langues
Mots associés / Définition (def): résolutoire
action résolutoire, clause résolutoire, clause résolutoire bail, condition résolutoire, définition clause résolutoire, résolutoire dictionnaire de langue grec, résolutoire en grec
Traductions
- résolut en grec - επιλυθεί, επιλυθούν, επιλύονται, λυθεί, επίλυση
- résolution en grec - απόφαση, πρόταση, διάλυμα, κήρυξη, τέλος, αποφασιστικότητα, διευθετώ, ...
- résolvent en grec - διευθετώ, αποφασίζω, λύνω, λύσει, επίλυση, να λύσει, την επίλυση, ...
- résolvez en grec - αποφασίζω, διευθετώ, λύνω, λύσει, επίλυση, να λύσει, την επίλυση, ...
Mots aléatoires
Résolutoire en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαλυτική, διαλυτικές, διαλυτικής, διαχωριστικότητας
Traductions: διαλυτική, διαλυτικές, διαλυτικής, διαχωριστικότητας