Raccordement en grec
Traduction: raccordement, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συνενώνω, συνδέω, κατατάσσομαι, ενώνω, γόμφος, ένωση, κοψίδι, άρθρωση, ανταπόκριση, διασταύρωση, κοινός, σχέση, σύνδεση, σωματειακός, συνδετικός, ραφή, σύνδεσης, πλαίσιο, σχετικά
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): raccordement
demande raccordement erdf, edf raccordement, erdf, france telecom, raccordement antonymes, raccordement dictionnaire de langue grec, raccordement en grec
Traductions
- raccompagner en grec - ακολουθώ, συνοδεύω, συνοδεία, συνοδός, συνοδείας, συνοδό, συνοδών
- raccord en grec - ανταπόκριση, επαφή, κατατάσσομαι, εδραίωση, σχέση, σωματειακός, άρθρωση, ...
- raccorder en grec - προσχωρώ, σύμμαχος, συνδυάζω, συνδέω, συνενώνω, συγχωνεύομαι, εφάπτομαι, ...
- raccourci en grec - σύνοψη, κόψιμο, ακρώνυμο, σύντμηση, κόβω, κοπή, συντόμευση, ...
Mots aléatoires
Raccordement en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συνενώνω, συνδέω, κατατάσσομαι, ενώνω, γόμφος, ένωση, κοψίδι, άρθρωση, ανταπόκριση, διασταύρωση, κοινός, σχέση, σύνδεση, σωματειακός, συνδετικός, ραφή, σύνδεσης, πλαίσιο, σχετικά
Traductions: συνενώνω, συνδέω, κατατάσσομαι, ενώνω, γόμφος, ένωση, κοψίδι, άρθρωση, ανταπόκριση, διασταύρωση, κοινός, σχέση, σύνδεση, σωματειακός, συνδετικός, ραφή, σύνδεσης, πλαίσιο, σχετικά