Rafraîchissant en grec
Traduction: rafraîchissant, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
δροσιστικός, δροσιστικό, δροσιστική, αναζωογονητικό, αναζωογονητική, δροσιστικά
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): rafraîchissant
dessert rafraîchissant, foulard rafraîchissant, oreiller rafraîchissant, plancher rafraîchissant, rafraîchissant antonymes, rafraîchissant dictionnaire de langue grec, rafraîchissant en grec
Traductions
- rafraîchirent en grec - ξεκούραστος, ανανεωμένοι, ανανεωμένο, ανανεώνεται, ανανεώνονται
- rafraîchis en grec - ξεκούραστος, ανανεωμένοι, ανανεωμένο, ανανεώνεται, ανανεώνονται
- rafraîchissement en grec - δροσιστικός, αναψυκτικό, ανανέωσης, αναψυκτήριο, αναζωογόνηση, ανανέωση
- rafraîchissements en grec - αναψυκτικά, αναψυκτικών, αναψυκτικό, ποτά
Mots aléatoires
Rafraîchissant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: δροσιστικός, δροσιστικό, δροσιστική, αναζωογονητικό, αναζωογονητική, δροσιστικά
Traductions: δροσιστικός, δροσιστικό, δροσιστική, αναζωογονητικό, αναζωογονητική, δροσιστικά