Relâché en grec
Traduction: relâché, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σπάζω, ανάπαυλα, διάστημα, χασμωδία, αντεπίθεση, σταματώ, διακόπτω, σηκός, διάλλειμα, κλείσιμο, διακοπή, διάλειμμα, παύση, αναβολή, ανάπαυση, ανάπαυλας, ανακούφιση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): relâché
relâche 2014, relâche antonymes, relâche ballet, relâche ballet de lorraine, relâche bordeaux, relâché dictionnaire de langue grec, relâché en grec
Traductions
- reluquer en grec - λοξοκοιτάζω, γλυκοκυτάζω, ogle, του Ogle, Το Ogle, Ogle το
- relâchement en grec - εκτόνωση, ξεκούραση, χαλάρωση, χαλάρωσης, τη χαλάρωση, ξεκούρασης
- relâcher en grec - αυτεξούσιος, λασκάρω, μολάρω, χαλαρώνω, σημαία, λάσκος, κυκλοφορώ, ...
Mots aléatoires
Relâché en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σπάζω, ανάπαυλα, διάστημα, χασμωδία, αντεπίθεση, σταματώ, διακόπτω, σηκός, διάλλειμα, κλείσιμο, διακοπή, διάλειμμα, παύση, αναβολή, ανάπαυση, ανάπαυλας, ανακούφιση
Traductions: σπάζω, ανάπαυλα, διάστημα, χασμωδία, αντεπίθεση, σταματώ, διακόπτω, σηκός, διάλλειμα, κλείσιμο, διακοπή, διάλειμμα, παύση, αναβολή, ανάπαυση, ανάπαυλας, ανακούφιση