Renfermer en grec
Traduction: renfermer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εμπλέκομαι, κολλητός, φώκια, αμπάρι, εκφράζω, ενσωματώνω, ενσαρκώνω, περιλαμβάνω, κλειδαριά, βούλα, αγκαλιάζω, υπονοώ, περιέχω, περικλείω, αγκάλιασμα, συσσωματώνω, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): renfermer
renfermer antonymes, renfermer conjugaison, renfermer en anglais, renfermer en espagnol, renfermer grammaire, renfermer dictionnaire de langue grec, renfermer en grec
Traductions
- rendue en grec - που, γίνεται, γίνονται, έκανε, γίνει
- rendîmes en grec - προχώρησε, προέβη, προχωρήσει, προχώρησαν, προβεί
- renfermé en grec - αποσύρθηκαν, αποσύρεται, αποσυρθεί, αποσύρθηκε, ανακληθεί
- renflement en grec - διογκώνω, προεξοχή, φουσκώνω, διόγκωση, εξόγκωμα, διόγκωσης
Mots aléatoires
Renfermer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εμπλέκομαι, κολλητός, φώκια, αμπάρι, εκφράζω, ενσωματώνω, ενσαρκώνω, περιλαμβάνω, κλειδαριά, βούλα, αγκαλιάζω, υπονοώ, περιέχω, περικλείω, αγκάλιασμα, συσσωματώνω, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει
Traductions: εμπλέκομαι, κολλητός, φώκια, αμπάρι, εκφράζω, ενσωματώνω, ενσαρκώνω, περιλαμβάνω, κλειδαριά, βούλα, αγκαλιάζω, υπονοώ, περιέχω, περικλείω, αγκάλιασμα, συσσωματώνω, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει