Renouer en grec
Traduction: renouer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αναβαθμίζω, ανακτώ, αναστηλώνω, ανακαινίζω, αναβάθμιση, αποκαθιστώ, απόδοση, επιστροφή, επιστροφής, την επιστροφή, απόδοσης
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): renouer
renouer antonymes, renouer auxerre, renouer avec, renouer avec son premier amour, renouer contact, renouer dictionnaire de langue grec, renouer en grec
Traductions
- renonçons en grec - αποποιούμαι, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, ...
- renouveau en grec - ανακαίνιση, αναζωογόνηση, επιστροφή, εκτινάσσομαι, αναπηδώ, αναβίωση, ανανέωση, ...
- renouvela en grec - ανανεώνεται, ανανεωθεί, ανανεώθηκε, ανανεωμένη, ανανεωμένο
Mots aléatoires
Renouer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αναβαθμίζω, ανακτώ, αναστηλώνω, ανακαινίζω, αναβάθμιση, αποκαθιστώ, απόδοση, επιστροφή, επιστροφής, την επιστροφή, απόδοσης
Traductions: αναβαθμίζω, ανακτώ, αναστηλώνω, ανακαινίζω, αναβάθμιση, αποκαθιστώ, απόδοση, επιστροφή, επιστροφής, την επιστροφή, απόδοσης