Restreindre en grec
Traduction: restreindre, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σφίγγω, οροθετώ, δεμένος, στενός, κονταίνω, κοπή, κόβω, περιορίζω, περικόπτω, μειώνω, κόψιμο, τσιγκουνεύομαι, κράσπεδο, οριοθετώ, περιστέλλω, κλαδεύω, περιορίζουν, περιορίσει, να περιορίσει, να περιορίζουν, να περιορίσουν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): restreindre
conjugaison restreindre, restreindre acces internet, restreindre antonymes, restreindre chaque utilisateur à une seule session, restreindre conjugaison, restreindre dictionnaire de langue grec, restreindre en grec
Traductions
- restreignit en grec - συγκρατημένος, συγκρατούνται, συγκρατείται, περιορίζεται, συγκρατημένη
- restreignons en grec - περιορίζω, περιορίζουν, περιορίσει, να περιορίσει, να περιορίζουν, να περιορίσουν
- restreins en grec - περιορίζω
- restreint en grec - στενός, στενό, στενά, στενή, στενές
Mots aléatoires
Restreindre en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σφίγγω, οροθετώ, δεμένος, στενός, κονταίνω, κοπή, κόβω, περιορίζω, περικόπτω, μειώνω, κόψιμο, τσιγκουνεύομαι, κράσπεδο, οριοθετώ, περιστέλλω, κλαδεύω, περιορίζουν, περιορίσει, να περιορίσει, να περιορίζουν, να περιορίσουν
Traductions: σφίγγω, οροθετώ, δεμένος, στενός, κονταίνω, κοπή, κόβω, περιορίζω, περικόπτω, μειώνω, κόψιμο, τσιγκουνεύομαι, κράσπεδο, οριοθετώ, περιστέλλω, κλαδεύω, περιορίζουν, περιορίσει, να περιορίσει, να περιορίζουν, να περιορίσουν