Sage en grec
Traduction: sage, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
φρόνιμος, αβρός, καλός, φασκομηλιά, προσεχτικός, φασκόμηλο, σοφός, ευπρεπής, πειθήνιος, πρέπων, προσηνής, εύσχημος, υπάκουος, συνετός, λογικός, νουνεχής, σοφό, σοφή, συνετό, σοφοί
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): sage
devenir sage femme, ecole sage femme, etude sage femme, formation sage femme, le sage, sage dictionnaire de langue grec, sage en grec
Traductions
- sagace en grec - οξύς, πανέξυπνος, διορατικός, οξυδερκής, γοργός, μυτερός, έντονος, ...
- sagacité en grec - διορατικότητα, αγχίνοια, επιδεξιότητα, οξύνοια, επιτηδειότητα, δεξιοτεχνία, καπατσοσύνη, ...
- sage-femme en grec - μαία, μαίας, τη μαία, της μαίας, η μαία
- sagement en grec - συνετά, σοφά, σύνεση, με σύνεση, σοφία
Mots aléatoires
Sage en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: φρόνιμος, αβρός, καλός, φασκομηλιά, προσεχτικός, φασκόμηλο, σοφός, ευπρεπής, πειθήνιος, πρέπων, προσηνής, εύσχημος, υπάκουος, συνετός, λογικός, νουνεχής, σοφό, σοφή, συνετό, σοφοί
Traductions: φρόνιμος, αβρός, καλός, φασκομηλιά, προσεχτικός, φασκόμηλο, σοφός, ευπρεπής, πειθήνιος, πρέπων, προσηνής, εύσχημος, υπάκουος, συνετός, λογικός, νουνεχής, σοφό, σοφή, συνετό, σοφοί