Saisie en grec
Traduction: saisie, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κατάληψη, κατοχή, αιχμαλωσία, σπασμός, επάγγελμα, αιχμαλωτίζω, δήμευση, κατάσχεση, κατάσχεσης, την κατάσχεση, σπασμών
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): saisie
anpe saisie, je saisie, la saisie, les saisie, pole emploi saisie, saisie dictionnaire de langue grec, saisie en grec
Traductions
- sainteté en grec - αγιότητα, ιερότητα, απαραβίαστο, αγιότητας, την αγιότητα, την Αυτού Αγιότητα, αγιότητος
- saints en grec - άγιοι, αγίων, αγίους, τους αγίους, οι άγιοι
- saisies en grec - επιληπτικές κρίσεις, κατασχέσεις, κρίσεις, κατασχέσεων, επιληπτικών κρίσεων
- saisir en grec - οργιά, αρπάζω, καταλαβαίνω, κράτημα, πυξίδα, αμπάρι, σφίγγω, ...
Mots aléatoires
Saisie en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κατάληψη, κατοχή, αιχμαλωσία, σπασμός, επάγγελμα, αιχμαλωτίζω, δήμευση, κατάσχεση, κατάσχεσης, την κατάσχεση, σπασμών
Traductions: κατάληψη, κατοχή, αιχμαλωσία, σπασμός, επάγγελμα, αιχμαλωτίζω, δήμευση, κατάσχεση, κατάσχεσης, την κατάσχεση, σπασμών