Salir en grec
Traduction: salir, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ρυπαίνω, λεκιάζω, απορρίμματα, βεβηλώνω, μουτζούρα, σπυρί, βρώμικος, σπιλώνω, μολύνω, βρόμικος, μιαίνω, λερωμένος, κηλιδώνω, κηλίδα, μουτζουρώνω, ανέντιμος, έδαφος, χώμα, εδάφους, του εδάφους, το έδαφος
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): salir
conjugaison espagnol, conjugaison salir, conjugaison salir espagnol, salir adelante, salir antonymes, salir dictionnaire de langue grec, salir en grec
Traductions
- salin en grec - αλατούχος, αλάτι, αλμυρός, φυσιολογικό ορό, φυσιολογικού ορού, αλατούχο, αλατούχο διάλυμα, ...
- salinité en grec - αλμυρότητα, αλατότητα, αλατότητας, η αλατότητα, περιεκτικότητα σε αλάτι
- salissant en grec - ακατάστατος, λερωμένος, βρώμικος, βρώμικο, ακατάστατο, ακατάστατη, ακατάστατα
- salivaire en grec - σιελογόνος, σιελογόνων, σιελογόνους, σιελογόνου, σιελογόνο
Mots aléatoires
Salir en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ρυπαίνω, λεκιάζω, απορρίμματα, βεβηλώνω, μουτζούρα, σπυρί, βρώμικος, σπιλώνω, μολύνω, βρόμικος, μιαίνω, λερωμένος, κηλιδώνω, κηλίδα, μουτζουρώνω, ανέντιμος, έδαφος, χώμα, εδάφους, του εδάφους, το έδαφος
Traductions: ρυπαίνω, λεκιάζω, απορρίμματα, βεβηλώνω, μουτζούρα, σπυρί, βρώμικος, σπιλώνω, μολύνω, βρόμικος, μιαίνω, λερωμένος, κηλιδώνω, κηλίδα, μουτζουρώνω, ανέντιμος, έδαφος, χώμα, εδάφους, του εδάφους, το έδαφος