Secourir en grec
Traduction: secourir, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ξαλαφρώνω, συμπαράσταση, υποστήριγμα, υποβοηθώ, βοηθώ, επικουρία, διασώζω, στήριγμα, βοηθός, βοήθημα, εκφωνώ, διάσωση, παραδίδω, ανακουφίζω, βοήθεια, αρωγή, διάσωσης, τη διάσωση, περισυλλογής
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): secourir
secourir antonymes, secourir conjugaison, secourir en anglais, secourir en espagnol, secourir futur simple, secourir dictionnaire de langue grec, secourir en grec
Traductions
- secouer en grec - ταλαντεύομαι, ανατριχίλα, ροκ, πέτρα, ριγώ, κρούση, σαλεύω, ...
- secourable en grec - εξυπηρετικός, βοήθεια, βοηθώντας, βοηθήσει, βοηθά, βοηθούν
- secours en grec - επωφελούμαι, υποστήριγμα, διάσωση, στήριγμα, επίδομα, βοήθεια, επιδότηση, ...
- secousse en grec - τράβηγμα, καρούμπαλο, σύγκρουση, εγκεφαλικό, βαζάκι, κύρτωμα, κόπανος, ...
Mots aléatoires
Secourir en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ξαλαφρώνω, συμπαράσταση, υποστήριγμα, υποβοηθώ, βοηθώ, επικουρία, διασώζω, στήριγμα, βοηθός, βοήθημα, εκφωνώ, διάσωση, παραδίδω, ανακουφίζω, βοήθεια, αρωγή, διάσωσης, τη διάσωση, περισυλλογής
Traductions: ξαλαφρώνω, συμπαράσταση, υποστήριγμα, υποβοηθώ, βοηθώ, επικουρία, διασώζω, στήριγμα, βοηθός, βοήθημα, εκφωνώ, διάσωση, παραδίδω, ανακουφίζω, βοήθεια, αρωγή, διάσωσης, τη διάσωση, περισυλλογής