Servante en grec
Traduction: servante, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
υπηρέτρια, καμαριέρα, καμαριέρας, καθαριότητα, κορίτσι
Autres langues
Mots associés / Définition (def): servante
castorama servante, facom, facom servante, la servante, servante a outils, servante dictionnaire de langue grec, servante en grec
Traductions
- sertir en grec - περιζώνω, βουνό, τοποθετώ, μπήγω, αυξάνομαι, ενσωματώνω, καθορισμένος, ...
- servage en grec - σκλαβιά, δουλειά, δουλοπαροικία, δουλοπαροικίας, δουλεία, τη δουλοπαροικία, δουλείας
- serve en grec - δουλοπάροικος, δουλοπάροικο, δουλοπάροικων, δουλοπάροικους, δουλοπάροικου
- servent en grec - υπηρετώ, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν
Mots aléatoires
Servante en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: υπηρέτρια, καμαριέρα, καμαριέρας, καθαριότητα, κορίτσι
Traductions: υπηρέτρια, καμαριέρα, καμαριέρας, καθαριότητα, κορίτσι