Singulier en grec
Traduction: singulier, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κωμικός, εκκεντρικός, μονόκλινος, ιδιότροπος, ανύπαντρος, ενικός, συγκεκριμένος, σποραδικός, περίεργος, μοναδικός, ενδιαφέρων, αλλόκοτος, αδερφή, ασυνήθιστος, αστείος, παράξενος, ενικό, μοναδική, μοναδικό, ενικού
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): singulier
accord singulier pluriel, art singulier, au singulier, définition singulier, exercice singulier pluriel, singulier dictionnaire de langue grec, singulier en grec
Traductions
- singulariser en grec - διαφοροποιώ, ξεχωρίζοντας, ξεχωρίζουμε, εντοπίζοντας, να δακτυλοδεικτείται, δακτυλοδεικτείται
- singularité en grec - περιέργεια, παραξενιά, ιδιορρυθμία, οντότητα, μοναδικότητα, ιδιομορφία, ιδιαιτερότητα, ...
- singulièrement en grec - εξαιρετικά, ασυνήθιστα, σπάνια, όχι συχνά, σε σπάνιες
- sinistre en grec - καταστροφή, αλλόκοτος, σκυθρωπός, αυστηρός, ανελέητος, άσχημος, πανώλης, ...
Mots aléatoires
Singulier en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κωμικός, εκκεντρικός, μονόκλινος, ιδιότροπος, ανύπαντρος, ενικός, συγκεκριμένος, σποραδικός, περίεργος, μοναδικός, ενδιαφέρων, αλλόκοτος, αδερφή, ασυνήθιστος, αστείος, παράξενος, ενικό, μοναδική, μοναδικό, ενικού
Traductions: κωμικός, εκκεντρικός, μονόκλινος, ιδιότροπος, ανύπαντρος, ενικός, συγκεκριμένος, σποραδικός, περίεργος, μοναδικός, ενδιαφέρων, αλλόκοτος, αδερφή, ασυνήθιστος, αστείος, παράξενος, ενικό, μοναδική, μοναδικό, ενικού