Souple en grec
Traduction: souple, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ανθεκτικός, συμπλήρωμα, συμπληρώνω, ευλύγιστος, εύκαμπτος, ευέλικτος, ευέλικτη, ευέλικτο, εύκαμπτο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): souple
cable souple, chausson bébé, chausson cuir souple, chausson souple bébé, chaussons cuir souple, souple dictionnaire de langue grec, souple en grec
Traductions
- soupirant en grec - θαυμαστής, μνηστήρας, μνηστίρας, εραστής, ενάγων, suitor
- soupirer en grec - αναστεναγμός, λαχανιάζω, αναστενάζω, στεναγμός, αναστεναγμό, στεναγμό, ανάσα
- souplesse en grec - ευκαμψία, ευλυγισία, ευελιξία, ευελιξίας, την ευελιξία, ελαστικότητα
- soupçon en grec - εικασία, ύποπτος, υποψία, υπόνοια, βάμμα, καχύποπτος, μαντεύω, ...
Mots aléatoires
Souple en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ανθεκτικός, συμπλήρωμα, συμπληρώνω, ευλύγιστος, εύκαμπτος, ευέλικτος, ευέλικτη, ευέλικτο, εύκαμπτο
Traductions: ανθεκτικός, συμπλήρωμα, συμπληρώνω, ευλύγιστος, εύκαμπτος, ευέλικτος, ευέλικτη, ευέλικτο, εύκαμπτο