Stupéfiant en grec

Traduction: stupéfiant, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
γοητευτικός, εντυπωσιακός, ναρκωτικό, έκπαγλος, εκπληκτικός, ντοπάρω, καταπληκτικός, καταπληκτική, καταπληκτικό, εκπληκτικό, εκπληκτική
Stupéfiant en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): stupéfiant

stupéfiant antonymes, stupéfiant arrêté du 31 mars 1999, stupéfiant code de la route, stupéfiant code pénal, stupéfiant dans le sang, stupéfiant dictionnaire de langue grec, stupéfiant en grec

Traductions

  • stupéfaction en grec - σύγχυση, εμβροντησία, αποβλακώνω, αποβλάκωση, αποχαύνωση, έκπληξη, κατάπληξη, ...
  • stupéfait en grec - έκπαγλος, γοητευτικός, εντυπωσιακός, εμβρόντητος, έκπληκτος, αναισθητοποιούνται, εξέπληξε, ...
  • stupéfier en grec - εκπλήσσω, προβληματίζω, αποβλακώνω, αποσβολώνω, ξαφνιάζω, καταπλήξουν, καταπλήξει, ...
  • style en grec - γλώσσα, κομψός, μόδα, στύλος, ύφος, διαμορφώνω, τρόπος, ...
Mots aléatoires
Stupéfiant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: γοητευτικός, εντυπωσιακός, ναρκωτικό, έκπαγλος, εκπληκτικός, ντοπάρω, καταπληκτικός, καταπληκτική, καταπληκτικό, εκπληκτικό, εκπληκτική