Succin en grec
Traduction: succin, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πορτοκαλί, κεχριμπάρι, κεχριμπαρένιο, κεχριμπαριού, κίτρινο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): succin
c'est succint, orthographe succinct, sel succin, succin ambre, succin antonymes, succin dictionnaire de langue grec, succin en grec
Traductions
- succession en grec - αλλεπάλληλος, διαδοχικός, κειμήλιο, σειρά, διαδοχή, πλεύση, αλληλουχία, ...
- successivement en grec - κληρονόμος, διαδοχικώς, διαδοχικά, διαδοχική, σταδιακά
- succinct en grec - σύντομος, περιεκτικός, υποκύπτω, κοντός, περιληπτικός, συνοπτική, σύντομη, ...
- succinctement en grec - σύντομα, κοντολογίς, περιεκτικά, συντομία, εν συντομία, συνοπτικά, λίγο
Mots aléatoires
Succin en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πορτοκαλί, κεχριμπάρι, κεχριμπαρένιο, κεχριμπαριού, κίτρινο
Traductions: πορτοκαλί, κεχριμπάρι, κεχριμπαρένιο, κεχριμπαριού, κίτρινο