Succion en grec
Traduction: succion, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
άντληση, αναρρόφηση, πιπίλισμα, αναρρόφησης, μυζητικών, το πιπίλισμα, μυζητικά
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): succion
besoin de succion, besoin succion bébé, la succion, succion adulte, succion antonymes, succion dictionnaire de langue grec, succion en grec
Traductions
- succinct en grec - σύντομος, περιεκτικός, υποκύπτω, κοντός, περιληπτικός, συνοπτική, σύντομη, ...
- succinctement en grec - σύντομα, κοντολογίς, περιεκτικά, συντομία, εν συντομία, συνοπτικά, λίγο
- succomber en grec - τεζάρω, πεθάνω, τόσος, τέτοιος, αποθνήσκω, υποκύπτω, υποκύψει, ...
- succulence en grec - ζουμερότητα, ζουμερότης, ευχυμία, χυμώδη υφή, το χυμώδες
Mots aléatoires
Succion en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: άντληση, αναρρόφηση, πιπίλισμα, αναρρόφησης, μυζητικών, το πιπίλισμα, μυζητικά
Traductions: άντληση, αναρρόφηση, πιπίλισμα, αναρρόφησης, μυζητικών, το πιπίλισμα, μυζητικά