Tenaille en grec
Traduction: tenaille, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πένσα, λαβίδα, τσιμπίδα, πένσες, λαβίδες, τανάλια, λαβίδων
Autres langues
Mots associés / Définition (def): tenaille
la tenaille, pince tenaille, tenaille antonymes, tenaille de menuisier, tenaille définition, tenaille dictionnaire de langue grec, tenaille en grec
Traductions
- tenable en grec - υποστηρίξιμος, ευσταθεί, προστατευμένη, διατηρητέο, διατηρητέα
- tenace en grec - ισχυρογνώμων, επίμονος, σκληρός, κολλώδης, ανθεκτικός, πεισματάρης, κολλητικός, ...
- tenailler en grec - έννοια, ανησυχώ, βασανίζω, παρενοχλώ, σβάρνα, ταλαιπωρώ
- tenailles en grec - τσιμπίδα, λαβίς, ταναλιες, ταναλιών, τσιμπίδες
Mots aléatoires
Tenaille en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πένσα, λαβίδα, τσιμπίδα, πένσες, λαβίδες, τανάλια, λαβίδων
Traductions: πένσα, λαβίδα, τσιμπίδα, πένσες, λαβίδες, τανάλια, λαβίδων