Tendre en grec
Traduction: tendre, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
στοργικός, πρόστιμο, ζόρι, εκτείνομαι, πλαδαρός, εύθραυστος, θίγω, εκλεπτυσμένος, περιποιούμαι, γλυκός, καραμέλα, καλοκάγαθος, ψιλή, φίνος, αδύναμος, ραφινάτος, προσφορά, προσφοράς, διαγωνισμού, προσφορών, διαγωνισμό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): tendre
age tendre, age tendre 2012, age tendre 2013, amour tendre, bois tendre, tendre dictionnaire de langue grec, tendre en grec
Traductions
- tendineux en grec - νευρώδης, νευρώδη, νευρώδες, τα νευρώδη, ρωμαλέος
- tendon en grec - σθένος, μυς, τένοντας, τένοντα, τενόντων, τένοντος, τένοντες
- tendrement en grec - τρυφερώς, tenderly, τρυφερά, τρυφερότητα, στοργικά
- tendresse en grec - λεπτότητα, λιχουδιά, τρυφερότητα, άλγος, στοργή, πόνος, ευαισθησία, ...
Mots aléatoires
Tendre en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: στοργικός, πρόστιμο, ζόρι, εκτείνομαι, πλαδαρός, εύθραυστος, θίγω, εκλεπτυσμένος, περιποιούμαι, γλυκός, καραμέλα, καλοκάγαθος, ψιλή, φίνος, αδύναμος, ραφινάτος, προσφορά, προσφοράς, διαγωνισμού, προσφορών, διαγωνισμό
Traductions: στοργικός, πρόστιμο, ζόρι, εκτείνομαι, πλαδαρός, εύθραυστος, θίγω, εκλεπτυσμένος, περιποιούμαι, γλυκός, καραμέλα, καλοκάγαθος, ψιλή, φίνος, αδύναμος, ραφινάτος, προσφορά, προσφοράς, διαγωνισμού, προσφορών, διαγωνισμό