Tension en grec
Traduction: tension, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τόνος, τονίζω, ζόρι, άγχος, στρες, διηθώ, τεντώνω, στραμπουλίζω, ένταση, δυναμικό, τάση, τάσης, τάσεως, της τάσης
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): tension
9 de tension, baisse de tension, baisse tension, baisser la tension, basse tension, tension dictionnaire de langue grec, tension en grec
Traductions
- tenon en grec - πρίζα, βύσμα, έξοχο τεμάχιο ξύλου, προεξοχής, τόρμος, τόρμο
- tenons en grec - κρατώ, αμπάρι, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
- tenta en grec - προσπάθησα, δοκιμάσει, προσπάθησε, προσπάθησαν, προσπαθήσει
- tentacule en grec - κεραία, πλοκάμι, νηματίων, Tentacle, πλοκάμων, μορφή νηματίων
Mots aléatoires
Tension en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τόνος, τονίζω, ζόρι, άγχος, στρες, διηθώ, τεντώνω, στραμπουλίζω, ένταση, δυναμικό, τάση, τάσης, τάσεως, της τάσης
Traductions: τόνος, τονίζω, ζόρι, άγχος, στρες, διηθώ, τεντώνω, στραμπουλίζω, ένταση, δυναμικό, τάση, τάσης, τάσεως, της τάσης