Terme en grec
Traduction: terme, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αντιτείνω, φορά, γκολ, τέλος, λέξη, τρίμηνο, τελειώνω, δείχνω, αντικείμενο, αιχμή, σκοπός, βλέψη, αποβλέπω, φράση, πουρμπουάρ, επισημαίνω, όρος, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): terme
a terme, accouchement avant terme, au terme, au terme de, court terme, terme dictionnaire de langue grec, terme en grec
Traductions
- tenure en grec - κατοχή, θητεία, θητείας, της θητείας, κατοχής
- terbium en grec - τέρβιο, τερβίου, του τερβίου
- termina en grec - τελικού, τελικό, τελικών, τελειωμένο, τελικά
- terminai en grec - καταληκτικού, τερματικές
Mots aléatoires
Terme en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αντιτείνω, φορά, γκολ, τέλος, λέξη, τρίμηνο, τελειώνω, δείχνω, αντικείμενο, αιχμή, σκοπός, βλέψη, αποβλέπω, φράση, πουρμπουάρ, επισημαίνω, όρος, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας
Traductions: αντιτείνω, φορά, γκολ, τέλος, λέξη, τρίμηνο, τελειώνω, δείχνω, αντικείμενο, αιχμή, σκοπός, βλέψη, αποβλέπω, φράση, πουρμπουάρ, επισημαίνω, όρος, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας