Terne en grec
Traduction: terne, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επίπεδος, αδιαφανής, διαμέρισμα, πληκτικός, αμυδρός, θολός, βαρετός, χαλάκι, μουχρός, μουντός, θολωμένος, θαμπός, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): terne
carrelage terne, cheveux terne, couleur terne, définition terne, fnac terne, terne dictionnaire de langue grec, terne en grec
Traductions
- termitière en grec - termitary
- ternaire en grec - τριπλός, τριπλασιάζω, τριαδικός, τριαδικό, τριμερή, τριμερών, τριαδικού
- ternir en grec - αμαυρώνω, θολωμένος, μαγαρίζω, βούλα, μολύνω, εντοπίζω, θολός, ...
- terrain en grec - έδαφος, κυριαρχία, προσγειώνω, κτήση, γη, κλυδωνίζομαι, προσγειώνομαι, ...
Mots aléatoires
Terne en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επίπεδος, αδιαφανής, διαμέρισμα, πληκτικός, αμυδρός, θολός, βαρετός, χαλάκι, μουχρός, μουντός, θολωμένος, θαμπός, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή
Traductions: επίπεδος, αδιαφανής, διαμέρισμα, πληκτικός, αμυδρός, θολός, βαρετός, χαλάκι, μουχρός, μουντός, θολωμένος, θαμπός, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή