Théocratie en grec
Traduction: théocratie, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
θεοκρατία, θεοκρατίας, θεοκρατικό καθεστώς, η θεοκρατία, θεοκρατικού καθεστώτος
Autres langues
Mots associés / Définition (def): théocratie
définition théocratie, théocratie antonymes, théocratie carolingienne, théocratie catholique, théocratie définition, théocratie dictionnaire de langue grec, théocratie en grec
Traductions
- théière en grec - τσάι, τσαγιού, το τσάι, παροχές για τσάι, για τσάι
- thématique en grec - θεματικός, θεματικές, θεματικών, θεματική, θεματικά
- théologie en grec - θεολογία, θεολογίας, Θεολογικής, Θεολογική, τη θεολογία
- théologien en grec - θεολόγος, Θεολόγου, θεολόγο
Mots aléatoires
Théocratie en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: θεοκρατία, θεοκρατίας, θεοκρατικό καθεστώς, η θεοκρατία, θεοκρατικού καθεστώτος
Traductions: θεοκρατία, θεοκρατίας, θεοκρατικό καθεστώς, η θεοκρατία, θεοκρατικού καθεστώτος