Timide en grec
Traduction: timide, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
δειλός, μικρόψυχος, συνεσταλμένος, φοβισμένος, ανήσυχος, σεμνός, διστακτικός, ντροπαλός, σεμνότυφος, άτολμος, μαζεμένος, άτολμη, δειλά, δειλή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): timide
contraire de timide, etre timide, femme timide, fille timide, homme timide, timide dictionnaire de langue grec, timide en grec
Traductions
- timbrer en grec - φώκια, χαρτόσημα, γραμματόσημο, βούλα, σφραγίδα, σφραγίδας, χαρτοσήμου, ...
- timbré en grec - σφραγισμένο, σταμπωτά, σφραγίδα και, σταμπωτών, σταμπωτό
- timidement en grec - εντροπαλά, δειλώς, shyly, δειλά, ντροπαλά
- timidité en grec - δειλία, ατολμία, ντροπαλότητα, συστολή, συστολής, τη συστολή, η συστολή
Mots aléatoires
Timide en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: δειλός, μικρόψυχος, συνεσταλμένος, φοβισμένος, ανήσυχος, σεμνός, διστακτικός, ντροπαλός, σεμνότυφος, άτολμος, μαζεμένος, άτολμη, δειλά, δειλή
Traductions: δειλός, μικρόψυχος, συνεσταλμένος, φοβισμένος, ανήσυχος, σεμνός, διστακτικός, ντροπαλός, σεμνότυφος, άτολμος, μαζεμένος, άτολμη, δειλά, δειλή