Titulaire en grec
Traduction: titulaire, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ιδιοκτήτης, φορέας, κομιστής, θήκη, κάτοχος, κτήτορας, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, δικαιούχου
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): titulaire
agent non titulaire, changement carte grise, changement de titulaire, changement titulaire orange, changement titulaire sfr, titulaire dictionnaire de langue grec, titulaire en grec
Traductions
- titré en grec - με τίτλο, τίτλο, με τον τίτλο, τίτλου, του τίτλου
- tituber en grec - πείθω, λικνίζομαι, τρικλίζω, μετατόπιση, ταλαντεύομαι, τρεκλίζω, ζαλίζω, ...
- tiède en grec - χλιαρός, πράος, ήπιος, χλιαρό, χλιαρή, χλιαρού, χλιαρά
- tiédeur en grec - αδιαφορία, χλιαρότητα, χλιαρότης, χλιαρότητας
Mots aléatoires
Titulaire en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ιδιοκτήτης, φορέας, κομιστής, θήκη, κάτοχος, κτήτορας, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, δικαιούχου
Traductions: ιδιοκτήτης, φορέας, κομιστής, θήκη, κάτοχος, κτήτορας, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, δικαιούχου