Trêve en grec
Traduction: trêve, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
παύση, σηκός, διακοπή, νηνεμία, ανάρτηση, διάλλειμα, σταματώ, σιγή, εναιώρημα, σωπαίνω, διάλειμμα, ανακοπή, ήρεμος, αναστολή, αντεπίθεση, σιωπή, ανακωχή, εκεχειρία, εκεχειρίας, ανακωχής, την εκεχειρία
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): trêve
la trêve, trève de plaisanterie, trève olympique, trêve antonymes, trêve cheval, trêve dictionnaire de langue grec, trêve en grec
Traductions
- trésorier en grec - ταμίας, ταμία, Treasurer, τον ταμία, ο ταμίας
- tréteau en grec - ευτελής, βάθρο, τρίποδο, τρίποδα, τρίποδας, Σταδιοποίησεις, στρίποδο
- trône en grec - θρόνος, θρόνο, θρόνου, το θρόνο, θρόνο του
- tsar en grec - τσάρος, τσάρο, τσάρου, Tsar, τσαρικού
Mots aléatoires
Trêve en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: παύση, σηκός, διακοπή, νηνεμία, ανάρτηση, διάλλειμα, σταματώ, σιγή, εναιώρημα, σωπαίνω, διάλειμμα, ανακοπή, ήρεμος, αναστολή, αντεπίθεση, σιωπή, ανακωχή, εκεχειρία, εκεχειρίας, ανακωχής, την εκεχειρία
Traductions: παύση, σηκός, διακοπή, νηνεμία, ανάρτηση, διάλλειμα, σταματώ, σιγή, εναιώρημα, σωπαίνω, διάλειμμα, ανακοπή, ήρεμος, αναστολή, αντεπίθεση, σιωπή, ανακωχή, εκεχειρία, εκεχειρίας, ανακωχής, την εκεχειρία