Travailleur en grec
Traduction: travailleur, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
δίνω, εργάτης, χέρι, παραδίνω, δείκτης, εργατικός, σκληρή εργασία, σκληρής εργασίας, εργάζονται σκληρά, από σκληρή εργασία
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): travailleur
aide travailleur handicapé, formation travailleur handicapé, foyer, foyer jeune travailleur, foyer travailleur, travailleur dictionnaire de langue grec, travailleur en grec
Traductions
- travaillent en grec - εργάζομαι, εργασία, δουλεύω, δουλειά, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, ...
- travailler en grec - τσιγάρο, εργάζομαι, νύξη, δουλεύω, κέντρισμα, δουλειά, φτιάχνω, ...
- travaillez en grec - δουλεύω, εργασία, δουλειά, εργάζομαι, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, ...
- travaillons en grec - δουλεύω, εργασία, δουλειά, εργάζομαι, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, ...
Mots aléatoires
Travailleur en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: δίνω, εργάτης, χέρι, παραδίνω, δείκτης, εργατικός, σκληρή εργασία, σκληρής εργασίας, εργάζονται σκληρά, από σκληρή εργασία
Traductions: δίνω, εργάτης, χέρι, παραδίνω, δείκτης, εργατικός, σκληρή εργασία, σκληρής εργασίας, εργάζονται σκληρά, από σκληρή εργασία