Tremper en grec
Traduction: tremper, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διάθεση, βουτώ, μετριάζω, απότομος, εμποτίζω, οργή, σκληραίνω, βρεγμένος, βρέχω, περιχύω, απόκρημνος, υγρός, υγραίνω, σβήνω, μουσκεύω, βουτιά, εμβάπτιση, εμβάπτισης, dip, εμβαπτίσεως
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): tremper
se tremper, tremper amandes, tremper antonymes, tremper de l'acier, tremper en anglais, tremper dictionnaire de langue grec, tremper en grec
Traductions
- trempage en grec - εμποτίζω, μουσκεύω, μούλιασμα, μούσκεμα, εμποτισμός, διαβροχή, εμποτισμού
- trempe en grec - οργή, μετριάζω, σκληραίνω, διάθεση, ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία
- tremperez en grec - βουτιά, εμβάπτιση, εμβάπτισης, dip, εμβαπτίσεως
Mots aléatoires
Tremper en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διάθεση, βουτώ, μετριάζω, απότομος, εμποτίζω, οργή, σκληραίνω, βρεγμένος, βρέχω, περιχύω, απόκρημνος, υγρός, υγραίνω, σβήνω, μουσκεύω, βουτιά, εμβάπτιση, εμβάπτισης, dip, εμβαπτίσεως
Traductions: διάθεση, βουτώ, μετριάζω, απότομος, εμποτίζω, οργή, σκληραίνω, βρεγμένος, βρέχω, περιχύω, απόκρημνος, υγρός, υγραίνω, σβήνω, μουσκεύω, βουτιά, εμβάπτιση, εμβάπτισης, dip, εμβαπτίσεως