Tressaillir en grec
Traduction: tressaillir, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τρέμω, αρχίζω, αρχή, συγκίνηση, υποχωρώ, ξεκινώ, τρεμουλιάζω, ξεκίνημα, ενθουσιασμό, συγκίνησης, συγκινήσεις, τη συγκίνηση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): tressaillir
tressaillir antonymes, tressaillir au present de l'indicatif, tressaillir conjuguer, tressaillir définition, tressaillir en anglais, tressaillir dictionnaire de langue grec, tressaillir en grec
Traductions
- tressage en grec - κοτσίδες, πλέξιμο, πλέξης, πλεξίματος, το πλέξιμο
- tressaillement en grec - καταψύχω, τουρτουρίζω, ταραχή, δονούμαι, ρίγος, τρεμουλιάζω, τρέμω, ...
- tresse en grec - καμπή, ουρά, πλοκή, ρελιάζω, πλεξούδα, στραμπουλίζω, στροφή, ...
- tresser en grec - καμπή, πτυχή, ρελιάζω, πλέκω, στροφή, κοτσίδα, στραμπουλίζω, ...
Mots aléatoires
Tressaillir en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τρέμω, αρχίζω, αρχή, συγκίνηση, υποχωρώ, ξεκινώ, τρεμουλιάζω, ξεκίνημα, ενθουσιασμό, συγκίνησης, συγκινήσεις, τη συγκίνηση
Traductions: τρέμω, αρχίζω, αρχή, συγκίνηση, υποχωρώ, ξεκινώ, τρεμουλιάζω, ξεκίνημα, ενθουσιασμό, συγκίνησης, συγκινήσεις, τη συγκίνηση