Tresse en grec
Traduction: tresse, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
καμπή, ουρά, πλοκή, ρελιάζω, πλεξούδα, στραμπουλίζω, στροφή, πλέκω, κοτσίδα, πτυχή, plait, κοτσίδων, πλόκαμος
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): tresse
chignon, chignon tresse, coiffure, faire une tresse, la tresse, tresse dictionnaire de langue grec, tresse en grec
Traductions
- tressaillement en grec - καταψύχω, τουρτουρίζω, ταραχή, δονούμαι, ρίγος, τρεμουλιάζω, τρέμω, ...
- tressaillir en grec - τρέμω, αρχίζω, αρχή, συγκίνηση, υποχωρώ, ξεκινώ, τρεμουλιάζω, ...
- tresser en grec - καμπή, πτυχή, ρελιάζω, πλέκω, στροφή, κοτσίδα, στραμπουλίζω, ...
- treuil en grec - βαρούλκο, βίντσι, βαρούλκου, του βαρούλκου, εργάτη
Mots aléatoires
Tresse en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: καμπή, ουρά, πλοκή, ρελιάζω, πλεξούδα, στραμπουλίζω, στροφή, πλέκω, κοτσίδα, πτυχή, plait, κοτσίδων, πλόκαμος
Traductions: καμπή, ουρά, πλοκή, ρελιάζω, πλεξούδα, στραμπουλίζω, στροφή, πλέκω, κοτσίδα, πτυχή, plait, κοτσίδων, πλόκαμος