Tronçon en grec
Traduction: tronçon, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σκλήθρα, τσιπ, θραύσμα, τμήμα, αγκίδα, κομματάκι, τομή, νάρθηκας, αποφάγια, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): tronçon
carte radar, nouveau radar, radar, radar a tronçon, radar de tronçon, tronçon dictionnaire de langue grec, tronçon en grec
Traductions
- troncature en grec - περικοπή, αποκοπής, κολόβωση, ακρωτηριασμό, κολοβώσεως
- tronquer en grec - κουρεύω, σοδειά, κουτσουρεύω, στρεβλώνω, κολοβώ, περικόψει, περικόψτε, ...
- trop en grec - πάνω, επίσης, τελείωσε, υπερβολικά, πάρα πολύ, πολύ, υπερβολική, ...
- trop-plein en grec - υπερχείλιση, ξεχειλίζω, ξεχείλισμα, υπερχείλισης, υπερχειλίσεως, την υπερχείλιση
Mots aléatoires
Tronçon en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σκλήθρα, τσιπ, θραύσμα, τμήμα, αγκίδα, κομματάκι, τομή, νάρθηκας, αποφάγια, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
Traductions: σκλήθρα, τσιπ, θραύσμα, τμήμα, αγκίδα, κομματάκι, τομή, νάρθηκας, αποφάγια, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο