Trouée en grec

Traduction: trouée, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σχισμή, τρύπα, παραβίαση, αντεπίθεση, σπάζω, αθετώ, ρήγμα, παραβιάζω, διάλλειμα, διάλειμμα, χάσμα, κενό, χάσματος, διάκενο, διαφορά
Trouée en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): trouée

piece trouée, trouée antonymes, trouée cachée, trouée cachée ranch, trouée d'arenberg, trouée dictionnaire de langue grec, trouée en grec

Traductions

  • trouvés en grec - βρήκα, ιδρύω, βρέθηκαν, βρέθηκε, διαπιστώθηκε, διαπίστωσε, βρεθεί
  • troué en grec - βαθουλωμένος, υπόκωφος, κούφιος, κοίλος, τρύπες, οπές, οπών, ...
  • troène en grec - αγριομύρτια, privet, λιγούστρο, και ιδιωτική, το λιγούστρο
  • truand en grec - ταραξίας, αλήτης, μάγκας, γκάγκστερ, κακοποιός
Mots aléatoires
Trouée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σχισμή, τρύπα, παραβίαση, αντεπίθεση, σπάζω, αθετώ, ρήγμα, παραβιάζω, διάλλειμα, διάλειμμα, χάσμα, κενό, χάσματος, διάκενο, διαφορά