Usé en grec
Traduction: usé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κοινός, τετριμμένος, απόθεμα, κοινότυπος, παρακρατώ, φοριούνται, φοριέται, φθαρεί, φορεθεί, φθαρμένα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): usé
embrayage usé, jean usé, pneu usé, usé amiens, usé antonymes, usé dictionnaire de langue grec, usé en grec
Traductions
- usurpation en grec - σφετερισμός, σφετερισμό, σφετερισμού, ιδιοποίηση, αντιποίηση
- usurper en grec - σφετερίζομαι, σφετεριστεί, σφετεριστούν, σφετεριστεί την, σφετερίζονται
- usée en grec - απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, τα απόβλητα, Απορρίμματα
- utile en grec - εφαρμόσιμος, βολικός, συνετός, σχετικός, επωφελής, οικειοποιούμαι, ευπρεπής, ...
Mots aléatoires
Usé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κοινός, τετριμμένος, απόθεμα, κοινότυπος, παρακρατώ, φοριούνται, φοριέται, φθαρεί, φορεθεί, φθαρμένα
Traductions: κοινός, τετριμμένος, απόθεμα, κοινότυπος, παρακρατώ, φοριούνται, φοριέται, φθαρεί, φορεθεί, φθαρμένα