Vain en grec
Traduction: vain, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
άγονος, ματαιόδοξος, αργόσχολος, ξιπασμένος, υπόκωφος, παράλογος, εγωκεντρικός, ανόητος, κούφιος, ανωφελής, τεμπέλης, μάταιος, στείρος, κοίλος, αδρανής, άσκοπος, μάταια, μάταιη, μάταιες
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): vain
angel vain, définition en vain, en vain, en vain synonyme, in vain, vain dictionnaire de langue grec, vain en grec
Traductions
- vaillance en grec - χαλίκι, άμμος, αντοχή, θάρρος, αμμόλιθος, γενναιότητα, ανδρεία, ...
- vaillant en grec - θαρραλέος, γενναίος, γερός, εύσωμος, ανδρείος, γεναίος, γενναία, ...
- vaincre en grec - υποτάσσω, καταβάλλω, υπερνικώ, υπερισχύω, μετρ, κέλυφος, επικρατώ, ...
- vaincs en grec - ήττα, Νίκησε, την ήττα, Νίκησε έναν, Νίκησε τους
Mots aléatoires
Vain en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: άγονος, ματαιόδοξος, αργόσχολος, ξιπασμένος, υπόκωφος, παράλογος, εγωκεντρικός, ανόητος, κούφιος, ανωφελής, τεμπέλης, μάταιος, στείρος, κοίλος, αδρανής, άσκοπος, μάταια, μάταιη, μάταιες
Traductions: άγονος, ματαιόδοξος, αργόσχολος, ξιπασμένος, υπόκωφος, παράλογος, εγωκεντρικός, ανόητος, κούφιος, ανωφελής, τεμπέλης, μάταιος, στείρος, κοίλος, αδρανής, άσκοπος, μάταια, μάταιη, μάταιες