Valet en grec
Traduction: valet, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
υπηρέτης, ακόλουθος, υπηρέτρια, θαλαμηπόλος, γρύλος, υπηρεσία βαλέ, με υπηρεσία βαλέ, Στάθμευση με υπηρεσία
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): valet
carte valet, ikea valet, le valet, un valet, valet anglais, valet dictionnaire de langue grec, valet en grec
Traductions
- valence en grec - σθένος, σθένους, το σθένος
- valent en grec - κοστίζω, κόστος, δαπάνη, δύναμο, σθένους, δύναμου, σθενές, ...
- valeur en grec - συνέπεια, αξία, εισάγω, εκτιμώ, προσόν, βαρύτητα, τιμή, ...
- valeureux en grec - ανδρείος, ανδρείο
Mots aléatoires
Valet en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: υπηρέτης, ακόλουθος, υπηρέτρια, θαλαμηπόλος, γρύλος, υπηρεσία βαλέ, με υπηρεσία βαλέ, Στάθμευση με υπηρεσία
Traductions: υπηρέτης, ακόλουθος, υπηρέτρια, θαλαμηπόλος, γρύλος, υπηρεσία βαλέ, με υπηρεσία βαλέ, Στάθμευση με υπηρεσία